ἀνδραποδιστής

ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδ-ιστής, οῦ, ,
A slave-dealer or kidnapper, Ar.Eq.1030, Pl.521, Lys.10.10, etc., cf. Poll.3.78; coupled with ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, etc., Pl.R.344b: metaph., ἀ. ἑαυτοῦ one who sells his own independence, X.Mem.1.2.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανδραποδιστής — ἀνδραποδιστής, ο (Α) 1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος 2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός …   Dictionary of Greek

  • ἀνδραποδιστής — slave dealer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραποδισταῖς — ἀνδραποδιστής slave dealer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραποδισταί — ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραποδιστοῦ — ἀνδραποδιστής slave dealer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραποδιστήν — ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραποδιστῶν — ἀνδραποδιστής slave dealer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιάριος — ὁ, Α αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος, ανδραποδιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plagiarius «ανδραποδιστής»] …   Dictionary of Greek

  • κἀνδραποδιστάς — ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc pl ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραποδιστάς — ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc pl ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”